προπολιτεύομαι

προπολιτεύομαι
Α
(αποθ.)
1. κυβερνώ μία πόλη προηγουμένως, προϋπηρετώ στη διαχείρηση τών κοινών
2. κατέχω ανώτερο διοικητικό αξίωμα («προπολιτεύεται ἰδιώτης κύκλου βασιλικοῡ», Θεμίστ.)
3. (στον παρακμ.) προπεπολίτευμαι
έχω ασκήσει άλλοτε διοικητικό έργο
4. (η μτχ. ουδ. πληθ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ προπεπολιτευμένα
τα προηγούμενα μέτρα μιας διοίκησης, μιας εξουσίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προπολιτευομένων — προπολιτεύομαι transact beforehand pres part mp fem gen pl προπολιτεύομαι transact beforehand pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπολιτευσαμένων — προπολιτεύομαι transact beforehand aor part mp fem gen pl προπολιτεύομαι transact beforehand aor part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπολιτεύεται — προπολιτεύομαι transact beforehand pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”